- φόλα
- η, ΝΜ, και φόλη Μ1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται πάνω σε φθαρμένο μέρος υποδήματος2. τροφή που περιέχει δηλητήριο και η οποία χρησιμεύει για τη θανάτωση, κυρίως, σκυλιών3. φρ. α) «πέταξε μια φόλα» — είπε μια ανοησίαβ) «είναι φόλα»i) (για πράγμ.) είναι κακής ποιότηταςii) (για γυναίκα) είναι πολύ άσχημημσν.νόμισμα μικρής αξίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φόλλις* < λατ. follis «φυσητήρι, βαλάντιο, μικρό νόμισμα»].
Dictionary of Greek. 2013.